- παραγόρευσις
- παρ-αγόρευσις, ἡ, Verneinung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παραγόρευσις — ἡ, Α 1. απαγόρευση, παρακώληση 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄρνησις». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀγόρευσις (< ἀγορεύω)] … Dictionary of Greek
παραγόρευσιν — παραγόρευσις prohibition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)